- αζαλέος
- ἀζαλέος, -α, -ον (Α)1. αποξηραμένος, ξερός, άνυδρος2. ο χωρίς ακμή, μαραμένοςμτφ. τραχύς, άτεγκτος, σκληρός3. αυτός που ξεραίνει ή μαραίνει, καυτός, ζεματιστός, δριμύς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄζω- το επίθημα l τού ἀζαλέος οφείλεται πιθανώς σε επίδραση τού έρρινου επιθήματος n τών ρημάτων ἀζάνω / ἀζαίνω (πρβλ. και το συνώνυμο ἰσχαλέος παρά τα ἰσχναίνω / ἰσχνόω)].
Dictionary of Greek. 2013.